δίβολος

δίβολος
-η, -ο (Α -ος, -ον)
νεοελλ.
1. (για αγρό) αυτός που διβολίστηκε
2. διφορούμενος
αρχ.
1. διπλός
2. αυτός που έχει δύο αιχμές
3. το ουδ. ως ουσ. το δίβολον
κατά τον Ησύχιο «διπλοῡν φᾱρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι-* + -βολος < βόλος < βάλλω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δίβολον — δίβολος twice thrown masc/fem acc sg δίβολος twice thrown neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διβόλους — δίβολος twice thrown masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διβολία — η (ΑΝ) [δίβολος] αρχ. 1. δίβολος χλαίνα 2. δίστομη λόγχη 3. είδος όπλου που χρησιμοποιούσαν οι Κίμβροι δόρυ όπου προσάρμοζαν αιχμή που απόληγε σε οξύ άκρο νεοελλ. μικρό έντομο …   Dictionary of Greek

  • διβολίζω — σκάβω αγρό για δεύτερη φορά για να καταστραφούν τα ζιζάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ. μτγν.) διβολώ* < δίβολος*] …   Dictionary of Greek

  • διβολίς — επίθ. (Μ) δίστομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ. διβολίς «δίστομη λόγχη» ως επίθ. Το διβολίς είναι άλλος τ. τού δίβολος] …   Dictionary of Greek

  • διβολώ — διβολῶ ( έω) (Α) [δίβολος] βωλοστροφώ, δευτερώνω …   Dictionary of Greek

  • διβόλητος — και τός και τρος (Α) βωλοκόπημα, σβάρνισμα, δευτέρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίβολος. Ο τ. διβόλητρος, με επίθημα τρος, δηλωτικό οργάνου] …   Dictionary of Greek

  • διβόλιον — διβόλιον, το (Α) [δίβολος] αρχ. όπλο τών Κίμβρων, διβολία* …   Dictionary of Greek

  • στραβοδίβολος — η, ο, Ν ιδιότροπος, δύστροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο) * + δίβολος «διφορούμενος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”